κράς

κράς
κράς, poet. form of κάρα, nom. only Simm.4; gen.
A

κρᾱτός Il.5.7

, al., Trag. (v. infr.); dat.

κρᾱτί Od.9.490

, S.OC313, Ar.Ra.329,

κράτεσφι Il.10.156

; acc.

κρᾶτα Od.8.92

, Trag. (v. infr.): pl., gen.

κράτων Od. 22.309

; dat.

κρᾱσίν Il.10.152

; acc.

κρᾶτας E.Ph.1149

, HF526: gender rarely determinate, κρατός fem. E.El.140 (lyr.), cf. Sch.E.Hec. 432, Ph.1159; κρᾶτα, τό, is nom. in S.Ph.1457 (anap.), acc. ib.1001, OT263, cf. Tr.1016 (lyr.); but acc. κρᾶτα, τόν, Ion Trag.61: pl. κρᾶτα, τά, Pi.Fr.8, perh. S.OC473:—Hom. also has gen. and dat. κράατος, κράατι, pl. nom. κράατα [all -uu], but no nom. κρᾶας is found:— head,

ἐκ κράατος ἀθανάτοιο Il.14.177

;

σῷ δ' αὐτοῦ κράατι τείσεις Od. 22.218

, etc.; ὑπὸ κράτεσφι under his head, Il.10.156: metaph., top, peak,

κρατὸς ἀπ' Οὐλύμποιο Il.20.5

; ἐπὶ κρατὸς λιμένος at the head or far end of the bay, Od.9.140, 13.102.
II Adv. κρῆθεν, used by Hom. in the phrase κατὰ κρῆθεν down from the head, from the top, δένδρεα . . κατὰ κρῆθεν χέε καρπόν from their tops, Od.11.588, cf. h.Cer. 182, Hes. Th.574: hence, from head to foot, entirely,

Τρῶας δὲ κατὰ κρῆθεν λάβε πένθος Il.16.548

(perh. for κατ' ἄκρηθεν = κατ' ἄκρης, v. ἄκρα); also

ἀπὸ κρῆθεν Hes.Sc.7

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κρας — (I) κράς, ὁ και ἡ, γεν. κρατός και κράατος (Α) (ποιητ. τ. τού κάρα) 1. κεφαλή («ἔπαιρε λευκὸν κρᾱτα», Ευρ.) 2. μτφ. κορυφή («κρατὸς ἀπ Οὐλύμποιο» από την κορυφή τού Ολύμπου, Ομ. Ιλ.) 3. το εσώτερο σημείο, ο μυχός («ἐπὶ κρατὸς λιμένος», Ομ. Οδ.).… …   Dictionary of Greek

  • κράς — κρά̱ς , κράς head fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρᾶτα — κράς head fem acc sg κράς head neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρᾶτας — κράς head fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρᾶτες — κράς head fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κράατα — κράς head neut nom pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κράατι — κράς head neut dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κράατος — κράς head neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρῆθεν — κράς head gen sg (epic) κρῆθεν indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισοκράς — ἰσοκράς, ό ἡ (Α) ισοκραής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + κρας < θ. κρᾱ τού κεράννυμι* (πρβλ. ευ κράς, νεο κράς)] …   Dictionary of Greek

  • μελικράς — μελικράς, ᾱτος και μελίκρας, ατος, ὁ (Α) αυτός που είναι αναμεμιγμένος με μέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + κρας, ατος (< θ. κρᾱ τού κεράννυμι, πρβλ. κρᾶσις), πρβλ. ευ κράς, νεο κράς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”